- καθυπέρτερος
- καθυπέρτεροςabovemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… … Dictionary of Greek
καθυπέρτερον — καθυπέρτερος above masc acc sg καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτεραι — καθυπέρτερος above fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)